υπεκτήκω

υπεκτήκω
Μ
καταστρέφω, φθείρω κάτι σιγά σιγά («τὸν σπλῆνα ὑπεκτήκει», Αλέξ. Τραλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκτήκω «λειώνω εντελώς, καταστρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”